- ριψασπία
- ἡ, Α [ῥίψασπις] το να τρέπεται κανείς σε φυγή την ώρα τής μάχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥιψασπίας — ῥιψασπίᾱς , ῥιψασπία throwing away of the shield fem acc pl ῥιψασπίᾱς , ῥιψασπία throwing away of the shield fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψασπίαν — ῥιψασπίᾱν , ῥιψασπία throwing away of the shield fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)